- τύπτῃς
- τύπτωbeatpres subj act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μητροτύπτης — μητροτύπτης, ὁ (Α) μητροκτόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + τύπτης (< τύπτω), πρβλ. πατρο τύπτης] … Dictionary of Greek
πατροτύπτης — ὁ, Α αυτός που χτυπά τον πατέρα του. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + τύπτης (< τύπτω), πρβλ. μητρο τύπτης] … Dictionary of Greek
στερνοτύπτης — ὁ, Α αυτός που χτυπά το στήθος του, στερνοκτύπος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέρνον + τύπτης (< τύπτω «χτυπώ»), πρβλ. μητρο τύπτης] … Dictionary of Greek